φρουρῶ

φρουρῶ
φρουρέω
keep watch
pres subj act 1st sg (attic epic doric)
φρουρέω
keep watch
pres ind act 1st sg (attic epic doric)
φρουρός
watcher
masc gen sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • φρουρώ — φρουρῶ, έω, ΝΜΑ [φρουρός] 1. (αμτβ.) είμαι φρουρός («ἐν Ἐλεφαντίνῃ Πέρσαι φρουρέουσι», Ηρόδ.) 2. (μτβ.) φυλάσσω, υπερασπίζω, προστατεύω κάποιον ή κάτι (α. «ισχυρές δυνάμεις αστυνομικών φρουρούν τις ξένες πρεσβείες» β. «τὴν... Ποτίδαιαν...… …   Dictionary of Greek

  • φρουρώ — φρουρώ, φρούρησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φρουρώ — φρούρησα, φρουρήθηκα, φρουρημένος 1. μτβ., φυλάγω ως φρουρός, είμαι φρουρός, φυλάω. 2. είμαι ή φυλάω βάρδια, φυλάω «σκοπός», βιγλίζω, φυλάω καραούλι. 3. φυλάγω, υπερασπίζω κάτι, φροντίζω για την ασφάλειά του: Φρουρούν τα σύνορα. 4. φυλάγω κάτι να …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρουρῷ — φρουρός watcher masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φρουρώ — φρουρός watcher masc nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • περιπολώ — φρουρώ, περιφέρομαι παντού επιτηρώντας: Όλη τη νύχτα στην πόλη περιπολούν αστυνομικοί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φρούρηση — η / φρούρησις, ήσεως, ΝΜΑ [φρουρῶ] η ενέργεια τού φρουρώ, φύλαξη (α. «κρίθηκε απαραίτητη η φρούρηση τού κτηρίου» β. «ὑπὲρ τῆς γεγονυίας ἐπὶ τῆς Ῥωμαίων στρατείας φρουρήσεως», επιγρ.) …   Dictionary of Greek

  • ακταιωρώ — (Α ἀκταιωρῶ και ἀκτωρῶ έω) φρουρώ, φυλάω τις ακτές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκταίωρος και ἀκτωρός] …   Dictionary of Greek

  • αμφιέπω — ἀμφιέπω και ἀμφέπω (Α) 1. περιβάλλω, περικυκλώνω 2. (για τραγούδια) στεφανώνω, επιστέφω 3. πιέζω δυνατά 4. ασχολούμαι με κάτι, φροντίζω 5. παρασκευάζω, ετοιμάζω 6. απονέμω τιμή ή σεβασμό 7. φρουρώ, φυλάσσω, προφυλάσσω 8. συχνάζω 9. περιποιούμαι,… …   Dictionary of Greek

  • ασφαλίζω — (AM ἀσφαλίζω και ομαι) [ασφαλής] 1. προφυλάσσω κάτι ή κάποιον από ενδεχόμενο κίνδυνο 2. (για πόλη, κάστρο κ.λπ.) κάνω ασφαλές, οχυρώνω 3. εξασφαλίζω, παρέχω βεβαιότητα, κατοχυρώνω 4. κλείνω καλά, κλειδώνω 1| αρχ. μσν. 1. δεσμεύω 2. επιβάλλω… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”